- μανταλάκι
- [манд ал аки] ουσ. о. зажим для белья, шпилька,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μανταλάκι — το [μάνταλο] 1. μικρό μάνταλο 2. μικρή λαβίδα από ξύλο ή πλαστικό, με ελατήριο, η οποία χρησιμεύει για τη συγκράτηση απλωμένων ρούχων σε σχοινί … Dictionary of Greek
μανταλάκι — το μικρή λαβίδα με ελατήριο που συγκρατεί τα πλυμένα ρούχα στο σκοινί όπου στεγνώνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)